ευκολόβραστος

ευκολόβραστος
-η, -ο
(για τρόφιμα) αυτός που βράζει εύκολα, ο καλόβραστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ευκολο- — πρώτο συνθετικό λέξεων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής που δηλώνει ότι το σημαινόμενο από το δεύτερο συνθετικό (συνήθως ρήμα ή ρημ. επίθ.) γίνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. ΣΥΝΘ. μσν. ευκολόγερτος, ευκολοκράτητος μσν. νεοελλ. ευκολοπαρηγόρητος,… …   Dictionary of Greek

  • καλόψητος — η, ο αυτός που ψήνεται ή βράζει καλά, βραστερός, ευκολόβραστος …   Dictionary of Greek

  • ψάνα — και ψάνη και αψάνα, η, Ν 1. χλωρό στάχυ σιταριού 2. χλωρό στάχυ σιταριού καψαλισμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψανός* (Ι) «ευκολόβραστος», με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • ψανός — (I) ή, ό, και ψάνιος, α, ο, Ν (για όσπρια) βραστερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐψ ανός* «ευκολόβραστος» < ἔψω «βράζω», με σίγηση τού αρκτικού άτονου ε ]. (II) ή, όν, Α βλ. ψηνός …   Dictionary of Greek

  • βραστερός — ή, ό αυτός που βράζει εύκολα, ο ευκολόβραστος: Τα φασόλια ήταν βραστερά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”